- ναυσιπέδη
- ναυσιπέδη, ἡ (Α)καραβόσχοινο ή άγκυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. -ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυσιπέδας — ναυσιπέδᾱς , ναυσιπέδη anchor fem acc pl ναυσιπέδᾱς , ναυσιπέδη anchor fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek